Χλωρίδα και πανίδα Εθν. Δρυμού Πάρνηθας
ΧΛΩΡΙΔΑ
Η χλωρίδα της Πάρνηθας έχει μελετηθεί από αρκετούς ερευνητές, κατά το παρελθόν. Οι πιο σημαντικές μελέτες πραγματοποιήθηκαν από τους Halácsy (1900-1904, 1908a, 1908b), Strid (1986) και Strid & Tan (1991, 1997, 2002). Επίσης, ο Διαπούλης (1958) και ο Σαρλής (1994), δημοσίευσαν χλωριδικούς καταλόγους, στους οποίους παρατίθενται τα ονόματα των φυτικών ειδών που εξαπλώνονται στην Πάρνηθα. Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη λίστα των ειδών της συνολικής χλωρίδας του Πάρνηθας από τη μελέτη των Ανδριόπουλου & Αριανούτσου (2007), στην Πάρνηθα απαντώνται 1.116 φυτικά taxa (δηλ. είδη, υποείδη και ποικιλίες), από τα οποία 13 αναφέρεται ότι έχουν φυτευτεί τεχνητά, ενώ 10 θεωρούνται ξενικά για την Πάρνηθα. Οι πιο πλούσιες χλωριδικά οικογένειες είναι οι Compositae, Leguminosae , με 131 και 128 αντιπροσώπους αντίστοιχα. Ακολουθούν τα Graminae με 83 taxa και οι οικογένειες Caryophyllaceae και Cruciferae με τον ίδιο αριθμό αντιπροσώπων, από 64 taxa η κάθε μία.
Τα ελληνικά ενδημικά taxa που απαντούν (και) στην Πάρνηθα παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Συνολικά, έχει καταγραφεί η παρουσία 92 ελληνικών ενδημικών taxa. Τρία φυτικά taxa, τα Campanula celsii subsp. parnesia και Silene oligantha subsp. parnesia είναι αποκλειστικά ενδημικά της Πάρνηθας (Aplada et al., 2007) καθώς και το πρόσφατα ανακαλυφθέν Allium brussalisii (Tzanoudakis & Kypriotakis, 2008).
Τέλος να αναφερθεί ότι οι επιπτώσεις της πυρκαγιάς στα σημαντικά είδη χλωρίδας της Πάρνηθας είναι δύσκολο να εκτιμηθούν. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα είδη που είναι πιο πιθανό να έχουν επιβιώσει της φωτιάς είναι εκείνα που διαθέτουν τις κατάλληλες λειτουργικές δομές και προσαρμογές. Για παράδειγμα, είδη που έχουν δυνατότητα παραβλάστησης, υπόγειο αναπαραγωγικό τμήμα, ή διαθέτουν ανθεκτική στη φωτιά τράπεζα σπερμάτων, θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να επιβιώσουν.
ΠΑΝΙΔΑ
Η Πάρνηθα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δασικά οικοσυστήματα του νομού Αττικής, στο οποίο φιλοξενούνται πλήθος από ενδημικά, σπάνια και απειλούμενα είδη της ελληνικής χλωρίδας και πανίδας. Όλα τα είδη των ζωικών οργανισμών, ασπόνδυλων και σπονδυλωτών αποτελούν την πανίδα.
Μέχρι σήμερα η πανίδα της Πάρνηθας παραμένει μεταξύ των πλουσιότερων της Αττικής. Η σημαντική έκτασή της, η ευνοϊκή γεωγραφική της θέση, το σχετικό ήπιο κλίμα της, η πλούσια βλάστηση, η υψηλή προστασία που απολαμβάνει ως Εθνικός Δρυμός, Καταφύγιο θηραμάτων, Ειδική Περιοχή Προστασίας για την ορνιθοπανίδα (SPA), περιοχή του Δικτύου Natura 2000, το ιδιόμορφο ανάγλυφο, με τα βαθιά ρέματα και τις απόκρημνες πλαγιές, σε συνδυασμό με τα επίπεδα φυσικά λιβάδια και τα οροπέδια, συντέλεσαν στη δημιουργία μεγάλης ποικιλίας βιοτόπων, στους οποίους βρίσκουν καταφύγιο διάφορα θηλαστικά, ερπετά και πολυάριθμα είδη της ορνιθοπανίδας. Ο συνδυασμός του ιδιόμορφου τοπίου, του γεωλογικού πλούτου, του αρχαιολογικού-ιστορικού ενδιαφέροντος, μαζί με την εξαιρετική βιοποικιλότητα της ορνιθοπανίδας, δίνουν στην Πάρνηθα πολύ μεγάλη οικολογική αξία.
Η πτηνοπανίδα στην Πάρνηθα είναι αρκετά πλούσια. Στην περιοχή ζουν μόνιμα ή περιοδικά μερικά από τα πλέον σπάνια πουλιά της χώρας, πολλά από τα οποία προστατεύονται διεθνείς συνθήκες, τη κοινοτική και την εγχώρια νομοθεσία. Η Πάρνηθα περιλαμβάνει πληθώρα βιοτόπων αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για την ορνιθοπανίδα λόγω της ανακήρυξης της περιοχής ως Εθνικό Δρυμό. Πολλά είδη πτηνών και ιδίως αρπακτικών, τα οποία προστατεύονται από διάφορες Συνθήκες και είναι απειλούμενα, απαντώνται στην περιοχή. (www.parnitha-np.gr).
Υπάρχουν 158 είδη πουλιών από τα οποία τα 28 περιλαμβάνονται στην οδηγία 79/409 Παράρτημα Ι, 102 είδη περιλαμβάνονται στη Σύμβαση της Βέρνης Παράρτημα ΙΙ, 58 είδη στη Σύμβαση της Βόννης και 18 είδη στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο.
Επίσης υπάρχουν 39 είδη θηλαστικών από τα οποία 25 περιλαμβάνονται στο Κόκκινο Βιβλίο και 32 στη Σύμβαση της Βέρνης. Τέλος έχουν καταγραφεί 29 είδη ερπετών και αμφίβιων, από τα οποία 24 είδη περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Βέρνης και 4 στην Οδηγία 92/43.
Υπάρχει γενική τάση μείωσης των πληθυσμών πολλών ειδών θηλαστικών, λόγω των αλλαγών που επήλθαν στο φυσικό περιβάλλον τα τελευταία χρόνια από έντονες ανθρώπινες επιδράσεις, όπως οι πυρκαγιές, οι εκχερσώσεις, το πυκνό οδικό δίκτυο που απέκοψε τη συνέχεια μεγάλων ορεινών όγκων με αποτέλεσμα να είναι προσπελάσιμα δύσβατα μέρη, στα οποία τα ζώα έβρισκαν καταφύγιο, ηρεμία και χώρους αναπαραγωγής, ή ακόμη και το παράνομο κυνήγι. Εξαφανίστηκαν ήδη από τον περασμένο αιώνα η καφέ αρκούδα, ο Λίγκας, ο Αγριόγατος, το Αγριογούρουνο, ο Λύκος. Επίσης μειώνονται συνεχώς οι πληθυσμοί και άλλων ειδών θηλαστικών, όπως των χειροπτέρων.
Αντίθετα οι πληθυσμοί της αλεπούς και των αδέσποτων σκυλιών παρουσιάζουν συνεχώς αυξητικές τάσεις. Ειδικά μετά την ίδρυση του δρυμού και την απαγόρευση του κυνηγιού, οι πληθυσμοί της αλεπούς ανεβαίνουν συνεχώς. Επίσης με την άφθονη τροφή που έχει στη διάθεσή της από τις δεκάδες ταβέρνες που λειτουργούν στα όρια του δρυμού και από τα σκουπίδια που αφήνουν οι επισκέπτες στην Πάρνηθα, καθώς και από το γεγονός ότι η αλεπού στην Πάρνηθα δεν έχει φυσικούς εχθρούς.
Τα αδέσποτα σκυλιά που εγκαταλείπονται στην Πάρνηθα, σχηματίζουν αγέλες και γίνονται επικίνδυνα για την άγρια πανίδα του δρυμού, κυρίως για τα ελάφια.
Τα 17 από τα 39 θηλαστικά είναι νυχτερίδες, οι οποίες περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Βέρνης και στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο. Η γεωμορφολογία της περιοχής (τρύπες, σπηλιές) προσφέρει καταφύγιο στις νυχτερίδες. Επίσης, οι μεγάλης ηλικίας συστάδες δέντρων και ιδίως αυτές που βρίσκονται σε υγρές περιοχές, είναι ευνοϊκές θέσεις για τις νυχτερίδες που ζουν σε κουφάλες δέντρων. Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΥΧΤΕΡΙΔΩΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΝΗΘΑ ΟΠΟΥ ΑΠΑΝΤΩΝΤΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΑ ΕΙΔΗ.
Σ’ αυτούς τους ιδανικούς βιότοπους της Πάρνηθας, βρίσκει καταφύγιο το μεγαλύτερο φυτοφάγο θηλαστικό της χώρας μας, η έλαφος η Ευγενής (Cervus elaphus), κοινώς γνωστό ως κόκκινο ελάφι., γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, αφού είναι ο μοναδικός πληθυσμός .που έχει απομείνει στην Ελλάδα, στο φυσικό του χώρο και σε μεγάλους πληθυσμούς, εκτός ελάχιστων (μερικές δεκάδες) που διαβιούν στην οροσειρά της Ροδόπης.
Υπάρχει επίσης ένας αξιόλογος πληθυσμός Κρητικού αίγαγρου (Capra aegagrus cretica), κοινώς γνωστό ως Κρι-κρι, ο οποίος εισήχθη στο δρυμό το 1961, από την Κρήτη.
Η παρουσία ζαρκαδιών (Capreolus capreolus) στο βουνό αναφέρεται σπάνια, αν και εξακολουθούν να επιβιώνουν στο βουνό μερικές δεκάδες άτομα. Η διατήρηση του πληθυσμού του ζαρκαδιού σε χαμηλά επίπεδα οφείλεται στο γεγονός ότι προτιμά πιο πυκνούς βιότοπους. Έχει περισσότερο κρυπτιδική συμπεριφορά από το ελάφι και γι’ αυτό δεν παρατηρείται συχνά. Έχει καταχωρηθεί στο «Κόκκινο Βιβλίο» της χώρας ως «τρωτό», είδος δηλαδή που πιστεύεται ότι θα περάσει στην κατηγορία «Κινδυνεύοντα» στο άμεσο μέλλον, αν δεν πάψει να υφίσταται μείωση, διάσπαση και υποβάθμιση του βιοτόπου τους. Δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για τον αριθμό των ατόμων του Αίγαγρου και του ζαρκαδιού.
Υπάρχει επίσης σημαντικός αριθμός μικρότερων θηλαστικών (χορτοφάγα, σαρκοφάγα, εντομοφάγα, τρωκτικά κ.α.) για τα οποία δεν έχουμε αντίληψη της ποικιλότητας και των πληθυσμών που εμφανίζονται στην Πάρνηθα. Δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα συστηματική έρευνα, ούτε έχουν προσδιοριστεί συστηματικά ο αριθμός των ειδών αυτών και χωροταξική τους κατανομή.
Τα διάφορα είδη ερπετών και αμφιβίων που παρατηρούνται στους βιοτόπους της Πάρνηθας, τα συναντούμε σε ολόκληρη την Ελλάδα σε διάφορους οικοτόπους και υψόμετρα. Τα διάφορα ρέματα που υπάρχουν στην Πάρνηθα, αποτελούν τους κατάλληλους βιοτόπους για όλα τα αμφίβια τα οποία επιβιώνουν σε υγροβιότοπους και μόνιμα νερά. Στην Πάρνηθα είναι πιο σπάνια η εμφάνιση αμφιβίων. Από τα 18 είδη της χώρας μας, τα 8, μεταξύ των οποίων σαλαμάνδρες, τρίτωνες, φρύνοι και βάτραχοι απαντούν στο βουνό και είναι όλα προστατευόμενα. Τα συναντούμε κοντά σε ρυάκια, ρέματα και μικρές λιμνούλες που σχηματίζονται σε όλη την έκταση του δρυμού. Τα μοναδικά είδη αμφιβίων που περνούν ένα μέρος της ζωής και σε ξηρούς βιοτόπους είναι τα βατράχια:Bufo viridis και Bufo bufo.. Αναφέρονται 22 είδη ερπετών (3 χελώνες-Testodo graeca, Testodo hermanni, Testodo marginata, 10 σαύρες- π.χ. λιακόνι, πρασινόσαυρα, τοιχόσαυρα και 9 φίδια- π.χ. λαφίτης, σπιτόφιδο, οχιά). Όλα αυτά τα είδη χαρακτηρίζονται προστατευόμενα και είναι πολύ συχνές οι εμφανίσεις τους στα φρύγανα που κυριαρχούν στα χαμηλά υψόμετρα της Πάρνηθας, στους θαμνότοπους και στα βράχια υψηλότερα. Εκεί βγαίνουν ιδίως οι σαύρες και τα φίδια τους θερινούς μήνες, για να προσλάβουν θερμότητα καθισμένα σε επιφάνειες που ζεσταίνονται από τον ήλιο. Δύο είδη χελωνών (Μεσογειακή, Κρασπεδωτή) και δύο είδη φιδιών (Λαφίτης, Σπιτόφιδο), περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ακόμη 3 είδη αμφίβιων και 10 είδη ερπετών προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις «( Βέρνης, Βόννης, Βιοποκιλότητας κ.λ.π.) και έχουν Ευρωπαϊκή αξία.
Αναρίθμητα ασπόνδυλα, όπως τα έντομα, που εντυπωσιάζουν με τα χρώματά τους την άνοιξη. Πεταλούδες, σκαθάρια, λιβελούλες, αλογάκια της Παναγίτσας, μέλισσες, αράχνες και πολλά άλλα είδη γεμίζουν με την παρουσία τους το οικοσύστημα της Πάρνηθας και ολοκληρώνουν την αλυσίδα της ζωής σ’ αυτό. Ένα οικοσύστημα, πραγματικό στολίδι της χώρας μας, για τον ζωικό του πλούτο.
Ο ρόλος της εδαφοπανίδας στη διατήρηση των οικοσυστημάτων της Πάρνηθας είναι βασικός γιατί μετέχει ενεργά στις θεμελιώδεις λειτουργίες του , όπως η ρύθμιση του κύκλου των θρεπτικών συστατικών, η διατήρηση της δομής του εδάφους, η στήριξη της τροφικής αλυσίδας κ.λ.π. Δυστυχώς δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για την εδαφοπανίδα.
Γενικά οι βιότοποι των μικτών δασών (ελάτη-Χαλέπιος πεύκη, Χαλέπιος πεύκη-Πλατύφυλλα, ελάτη-Αείφυλλα πλατύφυλλα) μπορούν να φιλοξενήσουν μεγαλύτερο αριθμό ειδών άγριας πανίδας από τα αντίστοιχα αμιγή δάση.
Ο πλέον σημαντικός βιότοπος στην Πάρνηθα από την άποψη του αριθμού των ειδών άγριας πανίδας που μπορεί να φιλοξενήσει, είναι ο βιότοπος των πυκνών θαμνώνων αειφύλλων πλατυφύλλων με αραιά διάσπαρτα άτομα Χαλεπίου πεύκης. Ακολουθεί ο βιότοπος του αραιού μικτού δάσους ελάτης-Χαλεπίου πεύκης και ο φτωχότερος βιότοπος σε αριθμό ειδών είναι του υψηλού συμπαγούς δάσους της Κεφαλληνιακής ελάτης.
Ειδικά για τα θηλαστικά, τον πλουσιότερο βιότοπο σε αριθμό αποτελούν οι θαμνότοποι, ακολουθούν τα δάση πεύκης, τα δάση ελάτης και τέλος τα άγονα εδάφη καθώς και οι γεωργικές εκτάσεις.
Για τα πουλιά, ο πλουσιότερος βιότοπος σε αριθμό πουλιών είναι οι θαμνότοποι – βοσκότοποι. Ακολουθεί το δάσος πεύκης, το δάσος ελάτης, οι γεωργικές καλλιέργειες και τέλος οι βράχοι και οι άγονες εκτάσεις. Τα περισσότερα όμως προστατευόμενα από τις διεθνείς συνθήκες «τρωτά» και «σπάνια» πουλιά βρίσκονται στο βιότοπο των «ορθοπλαγιών-βράχων, άγονων εδαφών». Για το λόγο αυτό, ο συγκεκριμένος βιότοπος έχει Ευρωπαϊκή Σημασία τουλάχιστον.
ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΛΑΦΙ (CERVUS ELAPHUS) Το ελάφι είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της πανίδας της Πάρνηθας και υπάρχει στο βουνό σε σημαντικούς πληθυσμούς χάρη στην αποτελεσματική προστασία του, ενώ έχει εξαφανιστεί σχεδόν από ολόκληρη την Ελλάδα. Η προστασία και η διατήρηση του οφείλεται σίγουρα στην έγκαιρη δημιουργία του Εθνικού Δρυμού (1961) και στην αποτελεσματική διαχείριση των δασικών υπηρεσιών ενώ σε άλλες περιοχές το λαθραίο κυνήγι οδήγησε στον αφανισμό του.
Η Πάρνηθα είναι η μόνη περιοχή της Ελλάδος όπου το κόκκινο ελάφι βρίσκεται σε ικανοποιητικούς αριθμούς και αποτελεί το μοναδικό φυσικό πληθυσμό, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας σε εθνική κλίμακα. Έχει και Ευρωπαϊκή αξία ως πληθυσμός, καθώς έχει τη νοτιότερη απομονωμένη εξάπλωση του είδους, το οποίο αφθονεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει λοιπόν να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη διατήρηση του είδους και την ανάδειξη της κοινωνικοοικονομικής του σημασίας, αφού πολλοί κίνδυνοι ελλοχεύουν την ύπαρξή του.
Στην Πάρνηθα, σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει, ο πληθυσμός του κόκκινου ελαφιού εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 600 άτομα.
Η «Έρευνα οικολογίας του Κόκκινου Ελαφιού Cervus elaphus στο όρος Πάρνης», έκλεισε 3 χρόνια υλοποίησης (2007-2009) με σκοπό να τελειοποιηθεί το σχέδιο παρακολούθησης του πληθυσμού των ελαφιών αλλά και να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της δραστηριότητας των ελαφιών στη δασική βλάστηση, ιδιαίτερα την κρίσιμη αυτή μεταπυρική περίοδο. Σκοπός της έρευνας είναι η διαμόρφωση διαχειριστικών προτάσεων για τον πληθυσμό των ελαφιών.
Επίσης βρίσκεται σε εξέλιξη επιστημονική έρευνα μελέτης της γενετικής δομής του πληθυσμού του κόκκινου ελαφιού από το τμήμα Βιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επειδή η προέλευση του δεν είναι σίγουρη και γιατί πολλοί κίνδυνοι ίσως να απειλούν την ύπαρξή του στο βουνό.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα όμως δείχνουν ότι τα επίπεδα ετεροζυγωτίας του πληθυσμού είναι ικανοποιητικά και συγκρίσιμα με άλλους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Επίσης φαίνεται η βαλκανική προέλευση του ελαφιού της Πάρνηθας.
Το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus) ανήκει στην τάξη των αρτιοδακτύλων, στην υπόταξη μηρυκαστικά και στην οικογένεια των ελαφιδών (Cervidae). Η οικογένεια ελαφίδαι (Cervidae) περιλαμβάνει 7 υποοικογένειες με 17 γένη και 53 είδη. Το κόκκινο ελάφι ανήκει στην υποοικογένεια ελαφίναι (Cervinae) , η οποία εκπροσωπείται από 17 είδη με ευρύτατη γεωγραφική εξάπλωση και σημαντικές διαφορές κυρίως στο μέγεθος του σώματος και στην ανάπτυξη των κεράτων.
Είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της πανίδας στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας. Η ονομασία «κόκκινο» οφείλεται στο καφέ-κόκκινο χρώμα του τριχώματος το καλοκαίρι.
Πανέμορφο και περήφανο είδος θηλαστικού με σώμα επίμηκες, συμμετρικό, στενό και δυνατό. Το θηλυκό είναι μικρότερο σε μέγεθος. Το ύψος είναι γύρω στο 1.5 μ. και το βάρος για τα θηλυκά 80-110 κιλά, ενώ για τα αρσενικά 85-240 κιλά, αλλά φτάνει και τα 300 κιλά ή και περισσότερο. Ο προσδόκιμος χρόνος ζωής είναι τα 12-15 χρόνια και σπάνια τα 20-25 χρόνια.
Έχει μακρύ λαιμό, πλατύ στήθος και σκέλη ψηλά και δυνατά. Τα ισχυρά και λεπτά άκρα του καταλήγουν σε δύο οπλές (οπληφόρο είδος) και σε δύο ατροφικά νύχια, που αντιστοιχούν στα πλευρικά δάχτυλα. Το κεφάλι του έχει μακρουλό σχήμα, ενώ τα αυτιά του είναι μάλλον μεγάλα και το ρύγχος του γυμνό.
Το αρσενικό έχει κέρατα που απορρίπτει κάθε χρόνο («κλαδοκέρατα»), τον Μάρτιο- Απρίλιο. Και τα δύο φύλα έχουν φαιοκίτρινη κηλίδα γύρω από την ουρά («κάτοπτρο»).
Το κόκκινο ελάφι θεωρείται «μικτός βοσκητής», τρέφεται δηλαδή τόσο με κλαδιά και φύλλα δέντρων όσο και με διάφορες πόες.
Τα διάφορα υποείδη εμφανίζονται σε μια μεγάλη ποικιλία βιοτόπων. Είναι κατά κύριο λόγο δασόβιο είδος , ζει σε δάση κυρίως πλατύφυλλων ειδών ή και σε μικτά αραιά κωνοφόρα δάση. Προτιμά δάση με υπόροφο και άφθονα διάκενα ή χορτολιβαδικές εκτάσεις , γενικά περιοχές με ήπιες κλίσεις και ποικιλία ποώδους και θαμνώδους βλάστησης. Το χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές με μικρότερο υψόμετρο για αναζήτηση τροφής, όπου βρίσκει καταφύγιο στα πευκοδάση, σε περιοχές που δεν καλύπτονται από χιόνι και προφυλαγμένες από ισχυρούς ανέμους. Το Φθινόπωρο τα ζώα συγκεντρώνονται στα λιβάδια και στα διάκενα του δάσους (είναι και η εποχή αναπαραγωγής). Τα καλοκαίρια τα συναντάμε σε μεγαλύτερα υψόμετρα, στα διάκενα του δάσους, σε επίπεδα λιβάδια και οροπέδια. Επιλέγει δροσερά σημεία, κυρίως Β-ΒΔ εκθέσεων, κοντά σε ρέματα και πηγές, αποφεύγοντας τις απότομες κλίσεις.
Είναι είδος πολυγαμικό. Τα αρσενικά κατά την περίοδο του οργασμού (τέλος Αυγούστου- 1ο δεκαπενθήμερο Οκτωβρίου), επιλέγουν τη γαμήλια περιοχή τους για να σχηματίσουν το χαρέμι τους, με αριθμό ώριμων θηλυκών ,4 με 8, ίσως και 10, ηλικίας 2-3 ετών. Γίνονται επιθετικά και δίνουν μάχες, συχνά πολύ σκληρές, για την κατοχή της γαμήλιας περιοχής. Τα αρσενικά την περίοδο αυτή δεν τρέφονται και χάνουν μέχρι και το 25% του σωματικού τους βάρους. Μετά το τέλος της αναπαραγωγής μετακινούνται σε ήσυχα και απόμερα μέρη, όπου τρέφονται έντονα για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους.
Η περίοδος εγκυμοσύνης διαρκεί 240-262 ημέρες, γεννούν ένα ή σπανιότερα δύο μικρά τέλος Απριλίου μέσα Μαΐου. Τα μικρά θηλάζουν και παραμένουν με τη μητέρα τους έως 2 ετών, ενώ έχουν άσπρες βούλες στην πλάτη και τα πλευρά, οι οποίες χάνονται όσο μεγαλώνουν.
Τα ενήλικα αρσενικά ζουν ξεχωριστά από τα θηλυκά σε ανεξάρτητες αγέλες, 4-6 ατόμων, εκτός αναπαραγωγικής περιόδου. Τα θηλυκά συνοδεύονται από τα μικρά τους ηλικίας 1-3 ετών και συγκεντρώνουν μικρές ομόφυλες αγέλες, 10-20 ατόμων, μέχρι την έναρξη της επόμενης αναπαραγωγικής περιόδου. Οι δύο αυτές ομάδες έχουν διαφορετικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Στις αγέλες των θηλυκών επικρατεί απόλυτη κοινωνική οργάνωση-μητριαρχία. Την ηγεσία έχει το πιο ηλικιωμένο άτομο, οδηγεί την ομάδα και είναι υπεύθυνο για την προστασία των υπολοίπων. Όταν εμφανιστεί ένας κίνδυνος προειδοποιεί με κραυγές και τότε η αγέλη τρέπεται σε φυγή με οργανωμένο τρόπο. Ο αρχηγός πηγαίνει μπροστά και οδηγεί την ομάδα, ενώ το δεύτερο ισχυρότερο πηγαίνει τελευταίο.
Στις αρσενικές αγέλες υπάρχει απλή συνάθροιση, χωρίς καμιά οργάνωση και φυσικά τυχαίο διασκορπισμό σε περίπτωση κινδύνου.
Στην Πάρνηθα, λόγω των ανθρώπινων επιδράσεων, το κόκκινο ελάφι μετατράπηκε από ημερόβιο σε σχεδόν νυχτόβιο είδος. Βόσκει κυρίως νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα και είναι πιο αδρανές στη διάρκεια της ημέρας, όπου αναπαύεται μέσα σε πυκνή βλάστηση, σε ήσυχα μέρη, πάντοτε σε θέσεις κόντρα στον άνεμο. Ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο του αναμασώντας την τροφή του (μηρυκάζοντας).
Το κόκκινο ελάφι έχει πολύ έντονα αναπτυγμένες τις αισθήσεις της ακοής, της όσφρησης και λιγότερο της όρασης. Μ΄αυτές τα ζώα αναγνωρίζουν όλους τους θορύβους και έτσι επικοινωνούν τέλεια μεταξύ τους. Σημαδεύουν την βλάστηση και το έδαφος στα σημεία περάσματος, τροφής, ανάπαυσης, μέσω εκκρίματος οσμοποιών αδένων που φέρουν σε διάφορα σημεία του σώματος. Οι αδένες βρίσκονται στη βάση των κεράτων, μπροστά από τα μάτια, στα πίσω πόδια (ταρσούς και οπλές) και στη βάση της ουράς. Αποτελούν το κυριότερο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των μελών της αγέλης, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου και στις καθημερινές κινήσεις των ελαφιών.
ΧΛΩΡΙΔΑ
Η χλωρίδα της Πάρνηθας έχει μελετηθεί από αρκετούς ερευνητές, κατά το παρελθόν. Οι πιο σημαντικές μελέτες πραγματοποιήθηκαν από τους Halácsy (1900-1904, 1908a, 1908b), Strid (1986) και Strid & Tan (1991, 1997, 2002). Επίσης, ο Διαπούλης (1958) και ο Σαρλής (1994), δημοσίευσαν χλωριδικούς καταλόγους, στους οποίους παρατίθενται τα ονόματα των φυτικών ειδών που εξαπλώνονται στην Πάρνηθα. Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη λίστα των ειδών της συνολικής χλωρίδας του Πάρνηθας από τη μελέτη των Ανδριόπουλου & Αριανούτσου (2007), στην Πάρνηθα απαντώνται 1.116 φυτικά taxa (δηλ. είδη, υποείδη και ποικιλίες), από τα οποία 13 αναφέρεται ότι έχουν φυτευτεί τεχνητά, ενώ 10 θεωρούνται ξενικά για την Πάρνηθα. Οι πιο πλούσιες χλωριδικά οικογένειες είναι οι Compositae, Leguminosae , με 131 και 128 αντιπροσώπους αντίστοιχα. Ακολουθούν τα Graminae με 83 taxa και οι οικογένειες Caryophyllaceae και Cruciferae με τον ίδιο αριθμό αντιπροσώπων, από 64 taxa η κάθε μία.
Τα ελληνικά ενδημικά taxa που απαντούν (και) στην Πάρνηθα παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Συνολικά, έχει καταγραφεί η παρουσία 92 ελληνικών ενδημικών taxa. Τρία φυτικά taxa, τα Campanula celsii subsp. parnesia και Silene oligantha subsp. parnesia είναι αποκλειστικά ενδημικά της Πάρνηθας (Aplada et al., 2007) καθώς και το πρόσφατα ανακαλυφθέν Allium brussalisii (Tzanoudakis & Kypriotakis, 2008).
Τέλος να αναφερθεί ότι οι επιπτώσεις της πυρκαγιάς στα σημαντικά είδη χλωρίδας της Πάρνηθας είναι δύσκολο να εκτιμηθούν. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα είδη που είναι πιο πιθανό να έχουν επιβιώσει της φωτιάς είναι εκείνα που διαθέτουν τις κατάλληλες λειτουργικές δομές και προσαρμογές. Για παράδειγμα, είδη που έχουν δυνατότητα παραβλάστησης, υπόγειο αναπαραγωγικό τμήμα, ή διαθέτουν ανθεκτική στη φωτιά τράπεζα σπερμάτων, θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να επιβιώσουν.
ΠΑΝΙΔΑ
Η Πάρνηθα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δασικά οικοσυστήματα του νομού Αττικής, στο οποίο φιλοξενούνται πλήθος από ενδημικά, σπάνια και απειλούμενα είδη της ελληνικής χλωρίδας και πανίδας. Όλα τα είδη των ζωικών οργανισμών, ασπόνδυλων και σπονδυλωτών αποτελούν την πανίδα.
Μέχρι σήμερα η πανίδα της Πάρνηθας παραμένει μεταξύ των πλουσιότερων της Αττικής. Η σημαντική έκτασή της, η ευνοϊκή γεωγραφική της θέση, το σχετικό ήπιο κλίμα της, η πλούσια βλάστηση, η υψηλή προστασία που απολαμβάνει ως Εθνικός Δρυμός, Καταφύγιο θηραμάτων, Ειδική Περιοχή Προστασίας για την ορνιθοπανίδα (SPA), περιοχή του Δικτύου Natura 2000, το ιδιόμορφο ανάγλυφο, με τα βαθιά ρέματα και τις απόκρημνες πλαγιές, σε συνδυασμό με τα επίπεδα φυσικά λιβάδια και τα οροπέδια, συντέλεσαν στη δημιουργία μεγάλης ποικιλίας βιοτόπων, στους οποίους βρίσκουν καταφύγιο διάφορα θηλαστικά, ερπετά και πολυάριθμα είδη της ορνιθοπανίδας. Ο συνδυασμός του ιδιόμορφου τοπίου, του γεωλογικού πλούτου, του αρχαιολογικού-ιστορικού ενδιαφέροντος, μαζί με την εξαιρετική βιοποικιλότητα της ορνιθοπανίδας, δίνουν στην Πάρνηθα πολύ μεγάλη οικολογική αξία.
Η πτηνοπανίδα στην Πάρνηθα είναι αρκετά πλούσια. Στην περιοχή ζουν μόνιμα ή περιοδικά μερικά από τα πλέον σπάνια πουλιά της χώρας, πολλά από τα οποία προστατεύονται διεθνείς συνθήκες, τη κοινοτική και την εγχώρια νομοθεσία. Η Πάρνηθα περιλαμβάνει πληθώρα βιοτόπων αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για την ορνιθοπανίδα λόγω της ανακήρυξης της περιοχής ως Εθνικό Δρυμό. Πολλά είδη πτηνών και ιδίως αρπακτικών, τα οποία προστατεύονται από διάφορες Συνθήκες και είναι απειλούμενα, απαντώνται στην περιοχή. (www.parnitha-np.gr).
Υπάρχουν 158 είδη πουλιών από τα οποία τα 28 περιλαμβάνονται στην οδηγία 79/409 Παράρτημα Ι, 102 είδη περιλαμβάνονται στη Σύμβαση της Βέρνης Παράρτημα ΙΙ, 58 είδη στη Σύμβαση της Βόννης και 18 είδη στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο.
Επίσης υπάρχουν 39 είδη θηλαστικών από τα οποία 25 περιλαμβάνονται στο Κόκκινο Βιβλίο και 32 στη Σύμβαση της Βέρνης. Τέλος έχουν καταγραφεί 29 είδη ερπετών και αμφίβιων, από τα οποία 24 είδη περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Βέρνης και 4 στην Οδηγία 92/43.
Υπάρχει γενική τάση μείωσης των πληθυσμών πολλών ειδών θηλαστικών, λόγω των αλλαγών που επήλθαν στο φυσικό περιβάλλον τα τελευταία χρόνια από έντονες ανθρώπινες επιδράσεις, όπως οι πυρκαγιές, οι εκχερσώσεις, το πυκνό οδικό δίκτυο που απέκοψε τη συνέχεια μεγάλων ορεινών όγκων με αποτέλεσμα να είναι προσπελάσιμα δύσβατα μέρη, στα οποία τα ζώα έβρισκαν καταφύγιο, ηρεμία και χώρους αναπαραγωγής, ή ακόμη και το παράνομο κυνήγι. Εξαφανίστηκαν ήδη από τον περασμένο αιώνα η καφέ αρκούδα, ο Λίγκας, ο Αγριόγατος, το Αγριογούρουνο, ο Λύκος. Επίσης μειώνονται συνεχώς οι πληθυσμοί και άλλων ειδών θηλαστικών, όπως των χειροπτέρων.
Αντίθετα οι πληθυσμοί της αλεπούς και των αδέσποτων σκυλιών παρουσιάζουν συνεχώς αυξητικές τάσεις. Ειδικά μετά την ίδρυση του δρυμού και την απαγόρευση του κυνηγιού, οι πληθυσμοί της αλεπούς ανεβαίνουν συνεχώς. Επίσης με την άφθονη τροφή που έχει στη διάθεσή της από τις δεκάδες ταβέρνες που λειτουργούν στα όρια του δρυμού και από τα σκουπίδια που αφήνουν οι επισκέπτες στην Πάρνηθα, καθώς και από το γεγονός ότι η αλεπού στην Πάρνηθα δεν έχει φυσικούς εχθρούς.
Τα αδέσποτα σκυλιά που εγκαταλείπονται στην Πάρνηθα, σχηματίζουν αγέλες και γίνονται επικίνδυνα για την άγρια πανίδα του δρυμού, κυρίως για τα ελάφια.
Τα 17 από τα 39 θηλαστικά είναι νυχτερίδες, οι οποίες περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Βέρνης και στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο. Η γεωμορφολογία της περιοχής (τρύπες, σπηλιές) προσφέρει καταφύγιο στις νυχτερίδες. Επίσης, οι μεγάλης ηλικίας συστάδες δέντρων και ιδίως αυτές που βρίσκονται σε υγρές περιοχές, είναι ευνοϊκές θέσεις για τις νυχτερίδες που ζουν σε κουφάλες δέντρων. Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΥΧΤΕΡΙΔΩΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΝΗΘΑ ΟΠΟΥ ΑΠΑΝΤΩΝΤΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΑ ΕΙΔΗ.
Σ’ αυτούς τους ιδανικούς βιότοπους της Πάρνηθας, βρίσκει καταφύγιο το μεγαλύτερο φυτοφάγο θηλαστικό της χώρας μας, η έλαφος η Ευγενής (Cervus elaphus), κοινώς γνωστό ως κόκκινο ελάφι., γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, αφού είναι ο μοναδικός πληθυσμός .που έχει απομείνει στην Ελλάδα, στο φυσικό του χώρο και σε μεγάλους πληθυσμούς, εκτός ελάχιστων (μερικές δεκάδες) που διαβιούν στην οροσειρά της Ροδόπης.
Υπάρχει επίσης ένας αξιόλογος πληθυσμός Κρητικού αίγαγρου (Capra aegagrus cretica), κοινώς γνωστό ως Κρι-κρι, ο οποίος εισήχθη στο δρυμό το 1961, από την Κρήτη.
Η παρουσία ζαρκαδιών (Capreolus capreolus) στο βουνό αναφέρεται σπάνια, αν και εξακολουθούν να επιβιώνουν στο βουνό μερικές δεκάδες άτομα. Η διατήρηση του πληθυσμού του ζαρκαδιού σε χαμηλά επίπεδα οφείλεται στο γεγονός ότι προτιμά πιο πυκνούς βιότοπους. Έχει περισσότερο κρυπτιδική συμπεριφορά από το ελάφι και γι’ αυτό δεν παρατηρείται συχνά. Έχει καταχωρηθεί στο «Κόκκινο Βιβλίο» της χώρας ως «τρωτό», είδος δηλαδή που πιστεύεται ότι θα περάσει στην κατηγορία «Κινδυνεύοντα» στο άμεσο μέλλον, αν δεν πάψει να υφίσταται μείωση, διάσπαση και υποβάθμιση του βιοτόπου τους. Δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για τον αριθμό των ατόμων του Αίγαγρου και του ζαρκαδιού.
Υπάρχει επίσης σημαντικός αριθμός μικρότερων θηλαστικών (χορτοφάγα, σαρκοφάγα, εντομοφάγα, τρωκτικά κ.α.) για τα οποία δεν έχουμε αντίληψη της ποικιλότητας και των πληθυσμών που εμφανίζονται στην Πάρνηθα. Δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα συστηματική έρευνα, ούτε έχουν προσδιοριστεί συστηματικά ο αριθμός των ειδών αυτών και χωροταξική τους κατανομή.
Τα διάφορα είδη ερπετών και αμφιβίων που παρατηρούνται στους βιοτόπους της Πάρνηθας, τα συναντούμε σε ολόκληρη την Ελλάδα σε διάφορους οικοτόπους και υψόμετρα. Τα διάφορα ρέματα που υπάρχουν στην Πάρνηθα, αποτελούν τους κατάλληλους βιοτόπους για όλα τα αμφίβια τα οποία επιβιώνουν σε υγροβιότοπους και μόνιμα νερά. Στην Πάρνηθα είναι πιο σπάνια η εμφάνιση αμφιβίων. Από τα 18 είδη της χώρας μας, τα 8, μεταξύ των οποίων σαλαμάνδρες, τρίτωνες, φρύνοι και βάτραχοι απαντούν στο βουνό και είναι όλα προστατευόμενα. Τα συναντούμε κοντά σε ρυάκια, ρέματα και μικρές λιμνούλες που σχηματίζονται σε όλη την έκταση του δρυμού. Τα μοναδικά είδη αμφιβίων που περνούν ένα μέρος της ζωής και σε ξηρούς βιοτόπους είναι τα βατράχια:Bufo viridis και Bufo bufo.. Αναφέρονται 22 είδη ερπετών (3 χελώνες-Testodo graeca, Testodo hermanni, Testodo marginata, 10 σαύρες- π.χ. λιακόνι, πρασινόσαυρα, τοιχόσαυρα και 9 φίδια- π.χ. λαφίτης, σπιτόφιδο, οχιά). Όλα αυτά τα είδη χαρακτηρίζονται προστατευόμενα και είναι πολύ συχνές οι εμφανίσεις τους στα φρύγανα που κυριαρχούν στα χαμηλά υψόμετρα της Πάρνηθας, στους θαμνότοπους και στα βράχια υψηλότερα. Εκεί βγαίνουν ιδίως οι σαύρες και τα φίδια τους θερινούς μήνες, για να προσλάβουν θερμότητα καθισμένα σε επιφάνειες που ζεσταίνονται από τον ήλιο. Δύο είδη χελωνών (Μεσογειακή, Κρασπεδωτή) και δύο είδη φιδιών (Λαφίτης, Σπιτόφιδο), περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ακόμη 3 είδη αμφίβιων και 10 είδη ερπετών προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις «( Βέρνης, Βόννης, Βιοποκιλότητας κ.λ.π.) και έχουν Ευρωπαϊκή αξία.
Αναρίθμητα ασπόνδυλα, όπως τα έντομα, που εντυπωσιάζουν με τα χρώματά τους την άνοιξη. Πεταλούδες, σκαθάρια, λιβελούλες, αλογάκια της Παναγίτσας, μέλισσες, αράχνες και πολλά άλλα είδη γεμίζουν με την παρουσία τους το οικοσύστημα της Πάρνηθας και ολοκληρώνουν την αλυσίδα της ζωής σ’ αυτό. Ένα οικοσύστημα, πραγματικό στολίδι της χώρας μας, για τον ζωικό του πλούτο.
Ο ρόλος της εδαφοπανίδας στη διατήρηση των οικοσυστημάτων της Πάρνηθας είναι βασικός γιατί μετέχει ενεργά στις θεμελιώδεις λειτουργίες του , όπως η ρύθμιση του κύκλου των θρεπτικών συστατικών, η διατήρηση της δομής του εδάφους, η στήριξη της τροφικής αλυσίδας κ.λ.π. Δυστυχώς δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για την εδαφοπανίδα.
Γενικά οι βιότοποι των μικτών δασών (ελάτη-Χαλέπιος πεύκη, Χαλέπιος πεύκη-Πλατύφυλλα, ελάτη-Αείφυλλα πλατύφυλλα) μπορούν να φιλοξενήσουν μεγαλύτερο αριθμό ειδών άγριας πανίδας από τα αντίστοιχα αμιγή δάση.
Ο πλέον σημαντικός βιότοπος στην Πάρνηθα από την άποψη του αριθμού των ειδών άγριας πανίδας που μπορεί να φιλοξενήσει, είναι ο βιότοπος των πυκνών θαμνώνων αειφύλλων πλατυφύλλων με αραιά διάσπαρτα άτομα Χαλεπίου πεύκης. Ακολουθεί ο βιότοπος του αραιού μικτού δάσους ελάτης-Χαλεπίου πεύκης και ο φτωχότερος βιότοπος σε αριθμό ειδών είναι του υψηλού συμπαγούς δάσους της Κεφαλληνιακής ελάτης.
Ειδικά για τα θηλαστικά, τον πλουσιότερο βιότοπο σε αριθμό αποτελούν οι θαμνότοποι, ακολουθούν τα δάση πεύκης, τα δάση ελάτης και τέλος τα άγονα εδάφη καθώς και οι γεωργικές εκτάσεις.
Για τα πουλιά, ο πλουσιότερος βιότοπος σε αριθμό πουλιών είναι οι θαμνότοποι – βοσκότοποι. Ακολουθεί το δάσος πεύκης, το δάσος ελάτης, οι γεωργικές καλλιέργειες και τέλος οι βράχοι και οι άγονες εκτάσεις. Τα περισσότερα όμως προστατευόμενα από τις διεθνείς συνθήκες «τρωτά» και «σπάνια» πουλιά βρίσκονται στο βιότοπο των «ορθοπλαγιών-βράχων, άγονων εδαφών». Για το λόγο αυτό, ο συγκεκριμένος βιότοπος έχει Ευρωπαϊκή Σημασία τουλάχιστον.
ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΛΑΦΙ (CERVUS ELAPHUS) Το ελάφι είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της πανίδας της Πάρνηθας και υπάρχει στο βουνό σε σημαντικούς πληθυσμούς χάρη στην αποτελεσματική προστασία του, ενώ έχει εξαφανιστεί σχεδόν από ολόκληρη την Ελλάδα. Η προστασία και η διατήρηση του οφείλεται σίγουρα στην έγκαιρη δημιουργία του Εθνικού Δρυμού (1961) και στην αποτελεσματική διαχείριση των δασικών υπηρεσιών ενώ σε άλλες περιοχές το λαθραίο κυνήγι οδήγησε στον αφανισμό του.
Η Πάρνηθα είναι η μόνη περιοχή της Ελλάδος όπου το κόκκινο ελάφι βρίσκεται σε ικανοποιητικούς αριθμούς και αποτελεί το μοναδικό φυσικό πληθυσμό, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας σε εθνική κλίμακα. Έχει και Ευρωπαϊκή αξία ως πληθυσμός, καθώς έχει τη νοτιότερη απομονωμένη εξάπλωση του είδους, το οποίο αφθονεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει λοιπόν να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη διατήρηση του είδους και την ανάδειξη της κοινωνικοοικονομικής του σημασίας, αφού πολλοί κίνδυνοι ελλοχεύουν την ύπαρξή του.
Στην Πάρνηθα, σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει, ο πληθυσμός του κόκκινου ελαφιού εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 600 άτομα.
Η «Έρευνα οικολογίας του Κόκκινου Ελαφιού Cervus elaphus στο όρος Πάρνης», έκλεισε 3 χρόνια υλοποίησης (2007-2009) με σκοπό να τελειοποιηθεί το σχέδιο παρακολούθησης του πληθυσμού των ελαφιών αλλά και να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της δραστηριότητας των ελαφιών στη δασική βλάστηση, ιδιαίτερα την κρίσιμη αυτή μεταπυρική περίοδο. Σκοπός της έρευνας είναι η διαμόρφωση διαχειριστικών προτάσεων για τον πληθυσμό των ελαφιών.
Επίσης βρίσκεται σε εξέλιξη επιστημονική έρευνα μελέτης της γενετικής δομής του πληθυσμού του κόκκινου ελαφιού από το τμήμα Βιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επειδή η προέλευση του δεν είναι σίγουρη και γιατί πολλοί κίνδυνοι ίσως να απειλούν την ύπαρξή του στο βουνό.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα όμως δείχνουν ότι τα επίπεδα ετεροζυγωτίας του πληθυσμού είναι ικανοποιητικά και συγκρίσιμα με άλλους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Επίσης φαίνεται η βαλκανική προέλευση του ελαφιού της Πάρνηθας.
Το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus) ανήκει στην τάξη των αρτιοδακτύλων, στην υπόταξη μηρυκαστικά και στην οικογένεια των ελαφιδών (Cervidae). Η οικογένεια ελαφίδαι (Cervidae) περιλαμβάνει 7 υποοικογένειες με 17 γένη και 53 είδη. Το κόκκινο ελάφι ανήκει στην υποοικογένεια ελαφίναι (Cervinae) , η οποία εκπροσωπείται από 17 είδη με ευρύτατη γεωγραφική εξάπλωση και σημαντικές διαφορές κυρίως στο μέγεθος του σώματος και στην ανάπτυξη των κεράτων.
Είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της πανίδας στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας. Η ονομασία «κόκκινο» οφείλεται στο καφέ-κόκκινο χρώμα του τριχώματος το καλοκαίρι.
Πανέμορφο και περήφανο είδος θηλαστικού με σώμα επίμηκες, συμμετρικό, στενό και δυνατό. Το θηλυκό είναι μικρότερο σε μέγεθος. Το ύψος είναι γύρω στο 1.5 μ. και το βάρος για τα θηλυκά 80-110 κιλά, ενώ για τα αρσενικά 85-240 κιλά, αλλά φτάνει και τα 300 κιλά ή και περισσότερο. Ο προσδόκιμος χρόνος ζωής είναι τα 12-15 χρόνια και σπάνια τα 20-25 χρόνια.
Έχει μακρύ λαιμό, πλατύ στήθος και σκέλη ψηλά και δυνατά. Τα ισχυρά και λεπτά άκρα του καταλήγουν σε δύο οπλές (οπληφόρο είδος) και σε δύο ατροφικά νύχια, που αντιστοιχούν στα πλευρικά δάχτυλα. Το κεφάλι του έχει μακρουλό σχήμα, ενώ τα αυτιά του είναι μάλλον μεγάλα και το ρύγχος του γυμνό.
Το αρσενικό έχει κέρατα που απορρίπτει κάθε χρόνο («κλαδοκέρατα»), τον Μάρτιο- Απρίλιο. Και τα δύο φύλα έχουν φαιοκίτρινη κηλίδα γύρω από την ουρά («κάτοπτρο»).
Το κόκκινο ελάφι θεωρείται «μικτός βοσκητής», τρέφεται δηλαδή τόσο με κλαδιά και φύλλα δέντρων όσο και με διάφορες πόες.
Τα διάφορα υποείδη εμφανίζονται σε μια μεγάλη ποικιλία βιοτόπων. Είναι κατά κύριο λόγο δασόβιο είδος , ζει σε δάση κυρίως πλατύφυλλων ειδών ή και σε μικτά αραιά κωνοφόρα δάση. Προτιμά δάση με υπόροφο και άφθονα διάκενα ή χορτολιβαδικές εκτάσεις , γενικά περιοχές με ήπιες κλίσεις και ποικιλία ποώδους και θαμνώδους βλάστησης. Το χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές με μικρότερο υψόμετρο για αναζήτηση τροφής, όπου βρίσκει καταφύγιο στα πευκοδάση, σε περιοχές που δεν καλύπτονται από χιόνι και προφυλαγμένες από ισχυρούς ανέμους. Το Φθινόπωρο τα ζώα συγκεντρώνονται στα λιβάδια και στα διάκενα του δάσους (είναι και η εποχή αναπαραγωγής). Τα καλοκαίρια τα συναντάμε σε μεγαλύτερα υψόμετρα, στα διάκενα του δάσους, σε επίπεδα λιβάδια και οροπέδια. Επιλέγει δροσερά σημεία, κυρίως Β-ΒΔ εκθέσεων, κοντά σε ρέματα και πηγές, αποφεύγοντας τις απότομες κλίσεις.
Είναι είδος πολυγαμικό. Τα αρσενικά κατά την περίοδο του οργασμού (τέλος Αυγούστου- 1ο δεκαπενθήμερο Οκτωβρίου), επιλέγουν τη γαμήλια περιοχή τους για να σχηματίσουν το χαρέμι τους, με αριθμό ώριμων θηλυκών ,4 με 8, ίσως και 10, ηλικίας 2-3 ετών. Γίνονται επιθετικά και δίνουν μάχες, συχνά πολύ σκληρές, για την κατοχή της γαμήλιας περιοχής. Τα αρσενικά την περίοδο αυτή δεν τρέφονται και χάνουν μέχρι και το 25% του σωματικού τους βάρους. Μετά το τέλος της αναπαραγωγής μετακινούνται σε ήσυχα και απόμερα μέρη, όπου τρέφονται έντονα για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους.
Η περίοδος εγκυμοσύνης διαρκεί 240-262 ημέρες, γεννούν ένα ή σπανιότερα δύο μικρά τέλος Απριλίου μέσα Μαΐου. Τα μικρά θηλάζουν και παραμένουν με τη μητέρα τους έως 2 ετών, ενώ έχουν άσπρες βούλες στην πλάτη και τα πλευρά, οι οποίες χάνονται όσο μεγαλώνουν.
Τα ενήλικα αρσενικά ζουν ξεχωριστά από τα θηλυκά σε ανεξάρτητες αγέλες, 4-6 ατόμων, εκτός αναπαραγωγικής περιόδου. Τα θηλυκά συνοδεύονται από τα μικρά τους ηλικίας 1-3 ετών και συγκεντρώνουν μικρές ομόφυλες αγέλες, 10-20 ατόμων, μέχρι την έναρξη της επόμενης αναπαραγωγικής περιόδου. Οι δύο αυτές ομάδες έχουν διαφορετικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Στις αγέλες των θηλυκών επικρατεί απόλυτη κοινωνική οργάνωση-μητριαρχία. Την ηγεσία έχει το πιο ηλικιωμένο άτομο, οδηγεί την ομάδα και είναι υπεύθυνο για την προστασία των υπολοίπων. Όταν εμφανιστεί ένας κίνδυνος προειδοποιεί με κραυγές και τότε η αγέλη τρέπεται σε φυγή με οργανωμένο τρόπο. Ο αρχηγός πηγαίνει μπροστά και οδηγεί την ομάδα, ενώ το δεύτερο ισχυρότερο πηγαίνει τελευταίο.
Στις αρσενικές αγέλες υπάρχει απλή συνάθροιση, χωρίς καμιά οργάνωση και φυσικά τυχαίο διασκορπισμό σε περίπτωση κινδύνου.
Στην Πάρνηθα, λόγω των ανθρώπινων επιδράσεων, το κόκκινο ελάφι μετατράπηκε από ημερόβιο σε σχεδόν νυχτόβιο είδος. Βόσκει κυρίως νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα και είναι πιο αδρανές στη διάρκεια της ημέρας, όπου αναπαύεται μέσα σε πυκνή βλάστηση, σε ήσυχα μέρη, πάντοτε σε θέσεις κόντρα στον άνεμο. Ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο του αναμασώντας την τροφή του (μηρυκάζοντας).
Το κόκκινο ελάφι έχει πολύ έντονα αναπτυγμένες τις αισθήσεις της ακοής, της όσφρησης και λιγότερο της όρασης. Μ΄αυτές τα ζώα αναγνωρίζουν όλους τους θορύβους και έτσι επικοινωνούν τέλεια μεταξύ τους. Σημαδεύουν την βλάστηση και το έδαφος στα σημεία περάσματος, τροφής, ανάπαυσης, μέσω εκκρίματος οσμοποιών αδένων που φέρουν σε διάφορα σημεία του σώματος. Οι αδένες βρίσκονται στη βάση των κεράτων, μπροστά από τα μάτια, στα πίσω πόδια (ταρσούς και οπλές) και στη βάση της ουράς. Αποτελούν το κυριότερο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των μελών της αγέλης, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου και στις καθημερινές κινήσεις των ελαφιών.
ΠΗΓΗ: Φορέας Διαχείρισης Εθν.Δρυμού Πάρνηθας.